-
1 κώμη
κώμη, ἡ,A unwalled village, opp. fortified city (said to be [dialect] Dor. = [dialect] Att. δῆμος, Arist.Po. 1448a36, cf. κωμῳδία), Hes.Sc.18, Hdt.5.98; opp. πόλις, Pl.Lg. 626c;κατοικῆσθαι κατὰ κώμας Hdt.1.96
; πόλεσιν ἀτειχίστοις καὶ κατὰ κ. οἰκουμέναις formed of scattered villages, Th.1.5; πόλεως.. κατὰ κ. τῷ παλαιῷ τῆς Ἑλλάδος τρόπῳ οἰκισθείσης ib.10, cf. 3.94;διοικίζεσθαι κατὰ κώμας X.HG5.2.5
;κατὰ κ. κεχωρισμένοι Arist.Pol. 1261a28
.II quarter, ward of a city, διελόμενοι τὴνμὲν πόλιν κατὰ κώμας, τὴν δὲ χώραν κατὰ δήμους Isoc.7.46
, cf. Pl.Lg. 746d.
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский